-
1 κεφάλαιο(ν)
τό1) прям., перен. капитал;ιδιωτικό (πιστωτικό, χρηματιστικό) κεφάλαιο(ν) — частный (ссудный, финансовый) капитал;
τραπεζικό ( — или τραπεζιτικό) κεφάλαιο(ν) — банковский капитал;
ξένο κεφάλαιο(ν) — иностранный капитал;
σταθερό (μεταβλητό) κεφάλαιο(ν) — постоянный (переменный) капитал;
πάγιο (κυκλοφοριακό) κεφάλαιο(ν) — основной (оборотный) капитал;
πολιτικό κεφάλαιο(ν) — политический капитал;
νεκρό κεφάλαιο(ν) — мёртвый капитал;
2) глава; раздел (учебника, книги, речи и т. п.) -
2 κεφάλαιο(ν)
τό1) прям., перен. капитал;ιδιωτικό (πιστωτικό, χρηματιστικό) κεφάλαιο(ν) — частный (ссудный, финансовый) капитал;
τραπεζικό ( — или τραπεζιτικό) κεφάλαιο(ν) — банковский капитал;
ξένο κεφάλαιο(ν) — иностранный капитал;
σταθερό (μεταβλητό) κεφάλαιο(ν) — постоянный (переменный) капитал;
πάγιο (κυκλοφοριακό) κεφάλαιο(ν) — основной (оборотный) капитал;
πολιτικό κεφάλαιο(ν) — политический капитал;
νεκρό κεφάλαιο(ν) — мёртвый капитал;
2) глава; раздел (учебника, книги, речи и т. п.)
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek